Ορισμένα τεχνικά λάθη που γίνονται στην εγκατάσταση συστημάτων CCTV μπορούν να δημιουργήσουν σοβαρές δυσλειτουργίες στη λειτουργία τους και προκειμένου να διορθωθούν απαιτείται υψηλό κόστος.
Στην εγκατάσταση συστημάτων CCTV όπως και σε κάθε τεχνική εφαρμογή συμβαίνουν τεχνικά λάθη είτε στο στάδιο της μελέτης και του σχεδιασμού είτε στο στάδιο της εφαρμογής. Τα λάθη γίνονται είτε επειδή θεωρούνται κάποιοι παράγοντες επουσιώδεις ενώ στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι είναι σημαντικοί για την απόδοση του συστήματος, είτε εξαιτίας της ελλιπούς γνώσης των μελετητών και των τεχνικών εγκατάστασης.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και τα λάθη που συμβαίνουν λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων εταιρειών εγκατάστασης. Κάποια από τα λάθη μπορεί να διορθωθούν εύκολα και με ελάχιστο κόστος, αλλά υπάρχουν και λάθη που δεν μπορούν να διορθωθούν χωρίς να γίνει ριζική αναθεώρηση της μελέτης και ταυτόχρονα η αλλαγή αυτή να μη συνοδεύεται από υψηλό κόστος.
Από τα παραπάνω δεν εξαιρούνται ούτε και τα συστήματα CCTV που έχουν εγκατασταθεί σε χώρους ύψιστης ασφάλειας – με συνέπεια την ανεπαρκή επιτήρησή τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια του ανθρώπινου δυναμικού κατά κύριο λόγο – καθώς και για την ασφάλεια των αγαθών και υπηρεσιών που παρέχονται, κατά δεύτερο λόγο.
Στη συνέχεια του άρθρου καταγράφουμε τα πιο συχνά αλλά και πιο σημαντικά τεχνικά λάθη που γίνονται στην εγκατάσταση συστημάτων CCTV και δημιουργούν δυσλειτουργίες στη χρήση του συστήματος. Η κατηγοριοποίηση που ακολουθείται έγινε για λόγους καλύτερης κατανόησης. Όλα τα τεχνικά λάθη, σε οποιοδήποτε δομικό κομμάτι της εφαρμογής και να έχουν γίνει, το αποτέλεσμα που παράγουν είναι το ίδιο – δηλαδή η υποβάθμιση του σήματος της εικόνας. Έτσι, αρκετές φορές δεν είναι εύκολη η ανίχνευση του σφάλματος που μπορεί να συμβαίνει για περισσότερους από ένα λόγους και σε διαφορετικά τμήματα της εγκατάστασης.
Οπτικό σύστημα κάμερας-φακού
Ο συνδυασμός κάμερας-φακού είναι πολύ σημαντικός για την απόδοση ενός συστήματος CCTV και κρίνει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία του συστήματος. Δυστυχώς, σε πολλές εγκαταστάσεις CCTV στο σημείο αυτό εστιάζονται και τα περισσότερα λάθη, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση ολόκληρου του συστήματος. Η θέση τοποθέτησης της κάμερας σε συνδυασμό με την εστιακή απόσταση του φακού πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά ώστε να δίνουν το επιθυμητό πεδίο θέασης.
Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι τα χαρακτηριστικά του φακού είναι εκείνα που ορίζουν τη μεγέθυνση (κατά κύριο λόγο) της εικόνας και το πεδίο θέασης της κάμερας. Ανάλογα με τις απαιτήσεις της εφαρμογής πρέπει να γίνεται η κατάλληλη επιλογή. Σε μία κάμερα που ελέγχει μία είσοδο, συνήθως απαιτείται να αποδίδει εικόνα που να επιτρέπει την ταυτοποίηση είτε προσώπων είτε κινούμενων οχημάτων. Έτσι πρέπει ο φακός να διαθέτει την κατάλληλη εστιακή απόσταση, ώστε σε συνδυασμό και με τη θέση τοποθέτησης της κάμερας να παράγεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν στην αρχική μελέτη και κατά το σχεδιασμό του συστήματος δεν έχει γίνει σωστή επιλογή για τη θέση τοποθέτησης, κατόπιν, συχνά δεν είναι εφικτή ούτε η μετατόπιση της θέσης (στη διαδικασία αυτή πρέπει να γίνει μεταφορά των καλωδίων video τροφοδοσίας) αλλά ούτε και η αλλαγή του φακού (π.χ. με αντικατάσταση με πολυεστιακό φακό).
Μεγάλη σύγχυση παρατηρείται και στη χρήση φακών με αυτόματη ή όχι ίριδα. Ο μηχανισμός ίριδας που διαθέτουν οι φακοί υπάρχει (όπως και στο ανθρώπινο μάτι) για να αφήσει να διέλθει η κατάλληλη ποσότητα φωτός, ώστε το φωτοευαίσθητο στοιχείο της κάμερας να παράγει τη σωστή εικόνα. Έτσι, σε σημεία όπου ο φωτισμός του χώρου είναι σταθερός (π.χ. σε εσωτερικούς χώρους) μπορεί να επιλεγεί κατάλληλος φακός με σταθερή ίριδα, ενώ σε σημεία όπου ο φωτισμός του χώρου στη διάρκεια του 24-ώρου δεν είναι πάντα ο ίδιος, τότε ένας φακός με μηχανισμό αυτόματης ίριδας αποτελεί την καταλληλότερη επιλογή. Συχνά, σε εγκαταστάσεις CCTV βλέπουμε σε εσωτερικούς χώρους που έχουν σταθερό φωτισμό, κάμερες με φακούς αυτόματης ίριδας (συνεπάγεται αυξημένο κόστος χωρίς να παρέχεται επιπλέον όφελος) αλλά και σε εξωτερικούς χώρους υπάρχουν κάμερες με φακούς σταθερής ίριδας, με αποτέλεσμα η ποιότητα εικόνας να υποβαθμίζεται σε σημαντικό βαθμό.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η προσαρμογή του συστήματος κάμερας-φακού όταν «βλέπει» ταυτόχρονα δύο περιοχές με διαφορετικά επίπεδα φωτισμού (π.χ. μία εσωτερική κάμερα που παρακολουθεί μία είσοδο ή μία βιτρίνα). Πρέπει η ρύθμιση αυτή να είναι ενεργοποιημένη, γιατί διαφορετικά κάποιες ώρες της ημέρας το σήμα της κάμερας δεν θα είναι αξιοποιήσιμο.
Ο φωτισμός του πεδίου θέασης της κάμερας είναι ένας παράγοντας που ενώ πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά το σχεδιασμό ενός συστήματος CCTV, θεωρείται συχνά επουσιώδης παράγοντας. Το αποτέλεσμα είναι να παράγονται κακής ποιότητας εικόνες για ορισμένες ώρες της ημέρας. Τα προβλήματα εστιάζονται κυρίως είτε στην κακή επιλογή φακού για τις συνθήκες φωτεινότητας που υπάρχουν είτε στην κακή επιλογή της κάμερας που έχει χρησιμοποιηθεί. Πολλές φορές είναι αναγκαία η χρήση καμερών D/N (day/night) ώστε να παράγουν έγχρωμη εικόνα σε συνθήκες αυξημένου φωτισμού και ασπρόμαυρη εικόνα όταν ο φωτισμός έχει μειωθεί κάτω από κάποιο επίπεδο. Συχνά συναντούμε (για λόγους ανταγωνιστικότητας και μείωσης του κόστους) έγχρωμες κάμερες, οι οποίες όμως όταν το επίπεδο του φωτός μειωθεί παράγουν κακής ποιότητας έγχρωμη εικόνα.
Η ανάλυση (resolution) της κάμερας χαρακτηρίζεται από τον αριθμό των εικονοστοιχείων και δίνει την ποιότητα της εικόνας που παράγεται. Το χαρακτηριστικό αυτό έχει άμεση σχέση με την ποιότητα εγγραφής του συστήματος που χρησιμοποιούμε. Είναι συχνό το φαινόμενο να χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις κάμερες πολύ υψηλής ανάλυσης (μεταφράζεται σε αυξημένο κόστος για τον πελάτη) ενώ οι πραγματικές ανάγκες (ή οι ρυθμίσεις) εγγραφής να μη δικαιολογούν τη χρήση τους.
Μετάδοση σήματος
Τα κύρια τεχνικά λάθη που γίνονται στη χρήση του ομοαξονικού καλωδίου είναι κυρίως η μεγάλη απόσταση, ο κατακερματισμός του καλώδιου και η εισχώρηση υγρασίας σε αυτό. Η χρησιμοποίηση ομοαξονικών καλωδίων σε αποστάσεις μεγαλύτερες από αυτήν που επιτρέπουν οι κατασκευαστές, εξασθενίζει το σήμα video και έτσι υποβαθμίζεται η ποιότητα της εικόνας τόσο κατά την επιτήρηση σε πραγματικό χρόνο όσο και στη διαδικασία της καταγραφής. Ένα άλλο σημαντικό τεχνικό λάθος που γίνεται στη φάση της εγκατάστασης των καλωδιώσεων του συστήματος είναι η κατακερμάτιση του καλωδίου σε δύο ή περισσότερα μέρη και η κακή συγκόλλησή του. Η ενέργεια αυτή δημιουργεί προβλήματα που δεν γίνονται άμεσα εμφανή, αλλά κάνουν αισθητή την παρουσία τους με την πάροδο του χρόνου. Ακόμα και αν οι συνδέσεις μεταξύ των καλωδίων έχουν πραγματοποιηθεί με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο (χρήση συνδέσμων, καλή μόνωση κ.ά.) όταν οι αποστάσεις είναι μεγάλες, οι απώλειες του σήματος είναι σημαντικές.
Η εισχώρηση υγρασίας στο καλώδιο μεταφοράς του σήματος video, προξενεί προβλήματα τα οποία δεν γίνονται αντιληπτά άμεσα και δημιουργούν οδυνηρές καταστάσεις στη λειτουργία του συστήματος. Τα προβλήματα που σχετίζονται με την υγρασία εμφανίζουν τυχαιοκρατική συμπεριφορά και για το λόγο αυτό είναι πολλές φορές δύσκολο να διαγνωσθεί έγκαιρα η πραγματική αιτία του προβλήματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνονται εσφαλμένοι χειρισμοί για την αποκατάσταση του προβλήματος, που οδηγούν όχι μόνο στη μείωση της αξιοπιστίας του συστήματος αλλά και στην απώλεια της εμπιστοσύνης του τελικού χρήστη προς την εταιρεία εγκατάστασης του συστήματος CCTV (που συχνά δεν είναι η ίδια με την εταιρεία εγκατάστασης της καλωδίωσης μιας εγκατάστασης).
Η χρησιμοποίηση συνδέσμων στα συστήματα CCTV πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές, για να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες του σήματος. Δυστυχώς, στις εγκαταστάσεις βλέπουμε συνδέσεις που έχουν φτιαχτεί με μεγάλη προχειρότητα.
Επιπλέον πρέπει να γίνεται η σωστή προσαρμογή στο σήμα video κατά την είσοδο και έξοδο από τις διάφορες ηλεκτρονικές μονάδες, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ορίζει κάθε μονάδα. Όμως αυτό δεν συμβαίνει πάντα και έτσι είτε αγνοούνται οι οδηγίες των κατασκευαστών είτε χρησιμοποιούνται σύνδεσμοι τύπου Τα, με αποτέλεσμα την εμφάνιση προβλημάτων στην ποιότητα και το συγχρονισμό της εικόνας (π.χ. η εμφάνιση ολίσθησης του κειμένου που υπερτίθεται στην εικόνα).
Συχνά, με το ίδιο ομοαξονικό καλώδιο που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση του σήματος video μιας ΡΤΖ κάμερας δίνονται και οι εντολές τηλεχειρισμού της, με χρήση κατάλληλου πρωτόκολλου τηλεμετρίας. Έτσι, συμβαίνει αρκετές φορές – για κάποιον από τους βασικούς λόγους που προαναφέραμε (π.χ. η μεγάλη απόσταση κ.λπ.) ή και για οποιονδήποτε συνδυασμό τους – να μην υπάρχει άμεση και σωστή απόκριση της κάμερας στις εντολές τηλεχειρισμού.
Η λύση για την αποφυγή των απωλειών στη μετάδοση του σήματος σε αποστάσεις όπου είναι απαγορευτική η χρήση του ομοαξονικού καλώδιου είναι η χρησιμοποίηση καλώδιου συνεστραμμένου ζεύγους με τις κατάλληλες μονάδες προσαρμογής (baluns). Η οριστική λύση των προβλημάτων της κατακερμάτισης του ομοαξονικού καλώδιου ή της εισχώρησης υγρασίας σε αυτό, είναι η άμεση αντικατάσταση του καλώδιου, γεγονός που όμως επιφέρει ένα σημαντικό κόστος. Παράλληλα, αυτή η αντικατάσταση δεν είναι πάντοτε εφικτή να γίνει, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει η κάθε εφαρμογή.
Σήμερα με την ανάπτυξη της ΙΡ τεχνολογίας στα συστήματα CCTV, συχνά χρησιμοποιείται ένα υπάρχον δίκτυο υπολογιστών για τη μετάδοση του ψηφιακού σήματος των καμερών. Τα λάθη που γίνονται σε αυτήν την περίπτωση σχετίζονται με τον κακό υπολογισμό του bandwidth που απαιτείται για τη μετάδοση και καταγραφή των σημάτων εικόνας, με αποτέλεσμα η απόδοση του δικτύου να μειώνεται και να εμφανίζονται δυσλειτουργίες σε άλλες εφαρμογές που χρησιμοποιούν το ίδιο δίκτυο. Για την άμεση αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, συνήθως γίνεται υποβάθμιση της ψηφιακής εικόνας που θα μεταδοθεί. Με τον τρόπο αυτό όμως, το σύστημα δεν ανταποκρίνεται ολοκληρωτικά στις ανάγκες για τις οποίες έχει σχεδιαστεί. Έτσι, πρέπει στο στάδιο της αρχικής μελέτης να γίνεται σωστή εκτίμηση και αξιολόγηση των πόρων του υπάρχοντος δικτύου και αν αυτοί δεν επαρκούν για να καλύψουν τις παρούσες αλλά και τις μελλοντικές ανάγκες, να σχεδιαστεί ένα νέο δίκτυο δεδομένων που θα εξυπηρετεί αποκλειστικά τις ανάγκες του συστήματος CCTV.
Καταγραφή
Η επιλογή του συστήματος καταγραφής έχει να κάνει με τη διάρκεια της καταγραφής και την ποιότητα των καταγεγραμμένων εικόνων. Αυτές οι δύο απαιτήσεις έχουν άμεση σχέση με τη χωρητικότητα των μονάδων αποθήκευσης που χρησιμοποιούν οι μονάδες καταγραφής είτε είναι αυτόνομες μονάδες (DVR) είτε Η/Υ με αυξημένες δυνατότητες και εφοδιασμένες με κατάλληλο λογισμικό για την αποθήκευση των εικόνων. Σε κάθε περίπτωση ο χώρος αποθήκευσης είναι συγκεκριμένος. Για το λόγο αυτό πρέπει από την αρχική μελέτη του συστήματος να έχουν αποτυπωθεί ξεκάθαρα οι ανάγκες καταγραφής και να έχει επέλθει συμφωνία μεταξύ εταιρείας εγκατάστασης και τελικού χρήστη. Πρέπει να έχει καταστεί σαφές στον τελικό χρήστη ότι η μεγαλύτερη χρονική διάρκεια εγγραφής (π.χ. σε ημέρες) είναι μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο με την ποιότητα και την ταχύτητα εγγραφής (και αναπαραγωγής). Επιπλέον το κόστος αυξάνει με τη διαθέσιμη χωρητικότητα του μέσου αποθήκευσης αλλά και την ποιότητα της εικόνας (άμεση σχέση με το πρωτόκολλο συμπίεσης) που χαρακτηρίζει την κάθε συσκευή εγγραφής.
Συχνά αυτό δεν συμβαίνει, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διενέξεις, οπότε είτε πρέπει να γίνει ένας συμβιβασμός μεταξύ της διάρκειας εγγραφής και της ποιότητας της καταγεγραμμένης εικόνας είτε πρέπει να αυξηθεί η χωρητικότητα της μονάδας αποθήκευσης, με σημαντική αύξηση του κόστους της εφαρμογής.