H ασφάλεια, ως έννοια και αναγκαιότητα, υπήρχε από τα πρώτα στάδια της εξέλιξης του ανθρώπου, γι αυτό και μια πρώτη αναδρομή στα μέσα, τη φιλοσοφία και τις μεθόδους που αξιοποιούσαν κατά καιρούς οι άνθρωποι, προκειμένου να προστατευτούν από κάθε είδους κίνδυνο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η ασφάλεια (security) έχει μακρά ιστορία, η οποία μας οδηγεί πολύ πίσω, στα αρχικά χρόνια της εμφάνισης του ανθρώπου.
Η ασφάλεια κατά τη Λίθινη Εποχή
Οι κάτοικοι των σπηλαίων εφάρμοζαν διάφορες τεχνικές ασφάλειας έναντι άλλων ομάδων/φυλών και αγρίων ζώων, προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τις υποτυπώδεις περιουσίες τους. Ζώντας πάνω στο έδαφος, σε σπηλιές, κατά μήκος βράχων ή γκρεμών, κυλούσαν μια μεγάλη πέτρα στην είσοδο της σπηλιάς τους ή χρησιμοποιώντας φωτιά στην είσοδο της σπηλιάς, οι πρώτες ομάδες / φυλές απολάμβαναν υποτυπώδους ασφάλειας.
Επίσης, στην προϊστορική περίοδο, ομάδες/φυλές εκείνης της περιόδου χρησιμοποιούσαν κινητές πρωτόγονες σκάλες, προκειμένου να έχουν πρόσβαση στις κατοικίες τους. Σε περίπτωση απειλής, οι σκάλες ανεσύροντο και η οποιαδήποτε απειλή προς αυτούς μηδενιζόταν, καθόσον η πρόσβαση ήταν αδύνατη. Άλλη εφαρμοζόμενη στρατηγική ασφάλειας (προληπτική ασφάλεια), ήταν να κτίζονται κατοικίες σε πλατφόρμες σκληρών υλικών συσσωρευμένων σε λίμνες ή να κατασκευάζονται κατοικίες μέσα στις λίμνες.
Η πρόσβαση απαιτούσε βάρκα ή κρεμαστή αποσυρόμενη σκάλα, καθιστώντας έτσι την προσβασιμότητα αδύνατη.
Ένα από τα πλέον θαυμαστά συστήματα ασφαλείας και ταυτόχρονα η επιμηκέστερη αποτρεπτική κατασκευή που έχει γίνει ποτέ, είναι το περίφημο Σινικό Τείχος ή όπως αλλιώς είναι γνωστό, ο μεγάλος τοίχος της Κίνας. Η κατασκευή του, άρχισε περί τα 400 π.Χ. και συνεχίσθηκε μέχρι τα 1.600 μ.Χ. όπου και ολοκληρώθηκε. Κτίσθηκε προκειμένου να προστατευθούν τα Βόρεια Σύνορα της Κίνας από τους εισβολείς. Χιλιάδες εργάτες δούλεψαν προκειμένου να ολοκληρωθεί το μήκους τεσσάρων χιλιάδων μιλίων και πλάτους είκοσι πέντε ποδιών οχυρωματικό έργο, το οποίο, ανά τριάντα περίπου μέτρα είχε πύργους παρατήρησης, ύψους σαράντα ποδιών.
Βασικά, όλες οι παραπάνω μορφές προστασίας μπορούν να προσδιορισθούν ως φυσικά φράγματα / εμπόδια. Σήμερα, φυσικά φράγματα / εμπόδια (φράκτες, τοίχοι ακόμη και νερό) εξακολουθούν και χρησιμοποιούνται. Άλλης μορφής στρατηγική ασφάλειας, ήταν η διαβίωση (κοινή) σε κοινότητες, όπου η ασφάλεια ήταν κοινή ευθύνη. Αυτή η μορφή ασφάλειας προωθούσε τη συνεργασία και συνοχή της κοινότητας, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την ανάπτυξη της οργανωμένης προστασίας έναντι τρίτων. Ταυτόχρονα όμως, άρχισε να αναπτύσσεται και η εχθρότητα μεταξύ και μέσα στις ομάδες/ φυλές, όπου η εκδίκηση υπό μορφή εμπρησμών, σκληρότητας και έκθεσης σε άγρια ζώα, ήταν σύνηθες φαινόμενο.
Ουσιαστικά, το σημάδεμα και ο ακρωτηριασμός ανθρώπων, συνιστούν τον πρώτο φάκελο εγκληματικότητας. Από την αρχέγονη αυτή μορφή δικαιοσύνης, αναπτύχθηκε η βεντέτα, όπου μέλη της οικογένειας του θύματος ζητούσαν εκδίκηση. Αυτές οι παρατεταμένες συγκρούσεις / αντιθέσεις, συχνά οδηγούσαν στον αφανισμό ολόκληρης της οικογένειας. Για να σταματήσει η καταστροφική εκδίκηση με τη μορφή της βεντέτας, άρχισαν συζητήσεις για παροχές ικανοποίησης υπό τη μορφή περιουσιακών στοιχείων. Ταυτόχρονα, άρχισε να εφαρμόζεται ένα είδος πολιτικής (αστικής) δικαιοσύνης, αποκατάστασης και πληρωμής ζημιών μέσω περιουσιακών στοιχείων. Με τη σταδιακή περαιτέρω οργάνωση και εκπολιτισμό της κοινωνίας, η απαίτηση για ασφάλεια αυξάνει δραματικά και καθώς η αξία της γης καθίσταται αξιόλογο & σοβαρά προσμετρήσιμο αγαθό, ασφάλεια και δημόσια τάξη γίνονται σημαντικοί δείκτες, οι οποίοι έπρεπε να προστατευθούν, όντας ακμάζουσες οι οικονομικές συνθήκες.
Η πρώτη προσπάθεια καταγραφής νόμων, προκειμένου να προστατευθούν οι άνθρωποι και οι περιουσίες τους, εντοπίζεται στους Νόμους του Hammurabi (1900 π.Χ.), Βασιλιά της Βαβυλώνας. Οι Νόμοι αυτοί, χαραγμένοι σε στήλη οκτώ ποδών, κάλυπταν υποχρεώσεις του ατόμου προς την ομάδα, ιδιωτικές συμφωνίες μεταξύ ιδιωτών και ανταποδοτικές τιμωρίες, π.χ. οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Όσο η κοινωνία εξελίσσεται πολιτικά, πολιτισμικά, οικονομικά, παρατηρείται ταυτόχρονη αύξηση της ανάγκης για ασφάλεια.
Η ασφάλεια στην Αρχαία Ελλάδα
Οι αρχαίες Ελληνικές πόλεις – κράτη (περί τα 600π.Χ.), οι οποίες αποτελούνται από το Δήμο και την έκταση αντίστοιχα, η οποία περιέβαλε την πόλη – κράτος, έκτιζαν σε κεντρικό σημείο επί λόφου, φρούριο, τις γνωστές σε όλους μας Ακροπόλεις. Για παράδειγμα, η Σπάρτη ήταν κράτος – πόλη, με εμμονή στις πολεμικές επιχειρήσεις και ως εκ τούτου αυξημένη την ανάγκη για αυτοπροστασία. Είναι γνωστό ότι οι άρρενες της Σπάρτης ζούσαν υπό στρατιωτική πειθαρχία και συνθήκες, από την ηλικία των επτά ετών, ηλικία κατά την οποία εδίδοντο από τους γονείς προς το κράτος – πόλη, το οποίο και μόρφωνε τρόπον τινά τους άρρενες, δίνοντας έμφαση στα αγωνίσματα και στις πολεμικές ασκήσεις. Οι ενήλικες Σπαρτιάτες ζούσαν στα στρατόπεδα μέχρι την ηλικία των τριάντα ετών, αν και μπορούσαν να παντρευτούν από την ηλικία των είκοσι ετών. Αυτές οι πόλεις – κράτη, πρώτες δημιούργησαν λόγω της δομής τους, αυτό που μέχρι σήμερα ονομάζουμε αστυνομική δύναμη, παρά το ότι την ασφάλεια, ουσιαστικά τη διαχειρίζεται η Εκκλησία του Δήμου (πολίτες).Την εποχή εκείνη, οι τότε κυβερνήσεις / κυβερνήτες των πόλεων, δεν θεωρούσαν ότι η τοπική αστυνόμευση είναι υποχρέωση της πολιτείας. Οπλισμένες ομάδες χρησιμοποιούνταν για την επιβολή κυβερνητικών αποφάσεων / νόμων και επιπρόσθετα αρχίζει η οργάνωση μυστικής αστυνομίας για την αποφυγή και προστασία των κυβερνήσεων από ανατροπή. Η ανάγκη για ασφάλεια στους Αρχαιοελληνικούς χρόνους απαντάται ακόμη και στο θάνατο. Οι ψυχές στον ήδη είχαν το φύλακά τους, τον περίφημο Κέρβερο με τα τρία κεφάλια, ενώ για να περάσουν στον κάτω κόσμο πλήρωναν το βαρκάρη για να περάσουν με ασφάλεια.
Η ασφάλεια στη Ρώμη
Στους χρόνους του Ιησού Χριστού, ο Καίσαρ Αύγουστος, αυτοκράτωρ της Ρώμης, δημιουργεί αστυνομικό σώμα, τους πραιτοριανούς, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τη διαφύλαξη της ζωής και των περιουσιακών στοιχείων του αυτοκράτορα. Από τη δύναμη αυτή των πραιτοριανών, προέκυψε ένα αστικό επιχειρησιακό σώμα, επιφορτισμένο για την τήρηση της τάξεως μέσα στην πόλη της Ρώμης. Πολύ αργότερα, αστυνόμευση και πυρόσβεση ήταν υπευθυνότητα ενός άλλου, μη στρατιωτικού σώματος, γνωστού με το όνομα Vigiles (άγρυπνοι), το οποίο έθεσε ουσιαστικά και τις βάσεις συντονισμού αστυνόμευσης και πρόληψης εγκλημάτων. Η Ρώμη, επιπρόσθετα, δημιούργησε και μια μυστική μονάδα, τους Vigilantes (επιτροπή επαγρύπνησης), τα καθήκοντα της οποίας ήταν αποκλειστικά η ασφάλεια και προστασία της πολιτείας.
Η ασφάλεια το Μεσαίωνα
Η περίοδος της ιστορίας μεταξύ του 5ου μ.Χ. και 15ου μ.Χ. αιώνα, καλείται Μεσαίωνας, η οποία ισορροπεί τρόπον τινά μεταξύ αρχαίας και σύγχρονης εποχής, που δειλά – δειλά αρχίζει να ανατέλλει. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, μετά την καταστροφή του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, την επικράτηση της Ρώμης και αντίστοιχα τη δύση της ως αυτοκρατορίας, αναπτύσσεται στην Ευρώπη ο φεουδαρχισμός. Ο φεουδάρχης, επικυρίαρχος μιας περιοχής, παρέχει τροφή και ασφάλεια σε εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι δουλεύουν στη γη του, όντας υποχρεωμένοι να το κάνουν. Συστήματα κάστρων με τάφρους και ανελκυόμενες γέφυρες, παρείχαν την απαιτούμενη ασφάλεια. Ουσιαστικά όμως, αιτείτο (για την παροχή ασφάλειας) η εγγραφή, η άδεια και η πληρωμή τέλους προς το μονάρχη. Κατά τη διάρκεια του μακράς διαρκείας εμφυλίου πολέμου για την άνοδο στο θρόνο της Αγγλίας του Henry ΙΙ (1154-1189), ο ίδιος κατέστρεψε περισσότερα από χίλια κάστρα, τα οποία είχαν κτιστεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και τα οποία δεν πληρούσαν τον παραπάνω κανόνα.
Οι κοινωνικές ομάδες οι οποίες μετοίκησαν στην Αγγλία από τη Γηραιά Ήπειρο, έφεραν μαζί τους και εισήγαγαν στο νέο τόπο κατοικίας τους, την κοινόχρηστη ευθύνη περί προστασίας. Ομάδες οικογενειών ανά δέκα, είχαν την ευθύνη διατήρησης της τάξης και της ειρήνης και σε αναλογία επιμερίζεται η ευθύνη της ασφάλειας, όντας όλα τα μέλη της ομάδας υπεύθυνα για τη σύννομη συμπεριφορά ενός έκαστου εξ αυτών.
Την ίδια περίοδο, διαχέεται προς τη λοιπή Ευρώπη, από τη Γαλλία, το σύστημα της ειλικρινούς δέσμευσης, ένα σύστημα που εφάρμοζε ο Βασιλιάς της Γαλλίας, απαιτώντας από τους πολίτες να δεσμευθούν με όρκο για τη διατήρηση της ειρήνης. Το σύστημα αυτό επικεντρωνόταν στην ανάπτυξη της αμοιβαίας ευθύνης και προστασίας. Η δραματική αλλαγή στο ισχύον έως τότε σύστημα δικαιοσύνης και προστασίας στην Αγγλία (το οποίο επηρέασε και δρομολόγησε αλλαγές αργότερα και στις λοιπές χώρες), επέρχεται με την κατάκτησή της, το 1066, από το Νορμανδό Δούκα William. Ο William, όντας κυρίαρχος όλης της Αγγλίας, χωρίζει τη χώρα σε πενήντα πέντε στρατιωτικές περιοχές, τις γνωστές κομητείες (shires). Αξιωματικός του στρατού ορίζεται επικεφαλής κάθε κομητείας και του δίνεται ο τίτλος reeve. Δια μέσω των χρόνων, ο τίτλος shire – reeve, παραφθαρμένος, είναι ο γνωστός σε όλους μας τίτλος του σερίφη (Sheriff). Ο Βασιλιάς πλέον William αποφασίζει ότι οι shire – reeve δεν θα δικάζουν υποθέσεις πολιτών, οι οποίοι έχουν συλληφθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένας δικαστής πήγαινε κατ’ εντολή του Βασιλιά, από κομητεία σε κομητεία, προκειμένου να συγκαλέσει ακρόαση και να διεξαγάγει τη δίκη. Αυτός ο θεσμός του «περιπλανώμενου» δικαστή, απετέλεσε και τον πρόδρομο του σύγχρονου θεσμού του δικαστή και του διαχωρισμού επιβολής νόμου και δικαιοσύνης.
Επιπρόσθετα, την ίδια περίοδο θεσμοθετείται άλλη μία θέση, προκειμένου να βοηθηθούν οι reeves, με τον τίτλο constabuli, δηλαδή ο φύλακας του στάβλου, διότι την όλη εργασία του (ταξίδια και μάχες) διεξήγαγε όντας έφιππος και ως εργασία ήταν υψίστης σημασίας η συμβολή της στην ασφάλεια και ειρήνη. Σήμερα, η έκφραση constable υποδηλώνει κάποιον με ειδική δύναμη αστυνόμευσης. Τελικά, ο Βασιλιάς William είναι ο πρώτος, ο οποίος ουσιαστικά καθιέρωσε το σκεπτικό ότι το έγκλημα είναι πράξη κατά της πολιτείας, ανατρέποντας τη μέχρι τότε επικρατούσα άποψη ότι το έγκλημα είναι πράξη εναντίον του ατόμου.
Όσο η κοινωνία εξελίσσεται πολιτικά, πολιτισμικά, οικονομικά, παρατηρείται η ταυτόχρονη αύξηση της ανάγκης για ασφάλεια, έναντι της αστικής τρομοκρατίας, την οποία η ίδια η εξελισσόμενη κοινωνία γεννά.